διᾱκόσιοι

διᾱκόσιοι
διᾱκόσιοι
Grammatical information: numeral
Meaning: `twohundred' (collect. την διακοσίαν ἵππον Th. 1, 62),
Other forms: Ion. διηκόσιοι, Dor. etc. διακάτιοι
Derivatives: διακοσιοστός `the twohundredth' (D. H.), ἡ διακοσιοστή name of a half procent tax im Ptol. Egypt (pap.); διακοσιάκις (Herod. Med.); - διακοσιάπρωτοι name of the highest class of taxpayers (Aphrodisias; after δεκά-πρωτοι); διακοσιοντά-χους `twohundredfold' (Str.; after ἑκατοντά-χους usw.), cf. διακοσιοντάκις (Alex. Aphr.).
Origin: IE [Indo-European] [228] *dui-dḱmt- `twohundred'
Etymology: Original form of the second member -κάτιοι, which became -κόσιοι with regular assibilation τ \> σ and analogical -ο- after -κοντα, -κοστός; διᾱ-, διη- for δι- (s. δίς) after τριᾱ-, τριη-κόσιοι etc. Details in Schwyzer 592f. Cf. εἴκοσι and ἑκατόν.
Page in Frisk: 1,385

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διακόσιοι — διᾱκόσιοι , διακόσιοι two hundred masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακόσιοι — ιες, ια (AM διακόσιοι, ιαι, ια Α και ιων. τ. διηκόσιοι) αυτοί που συναποτελούν δύο εκατοντάδες αρχ. φρ. «διακοσίαν ίππου» ιππικό αποτελούμενο από διακόσιους ιππείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη από το διᾱ (διη στον ιων. τ. διη κόσιοι) που τέθηκε… …   Dictionary of Greek

  • τέσσερεις — τέσσερα / τέσσαρες, τέσσαρα, ΝΜΑ, και τέσσαροι και τέσσεροι, ες, α και λόγιος τ. τέσσαρες, τέσσαρα Ν, και αττ. τ. τέτταρες, τέτταρα και ιων. τ. τέσσερες, τέσσερα και δωρ. τ. τέτορες, τέτορα και επικ. και πιθ. αιολ. τ. πίσυρες και αιολ. τ. πέσυρες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”